15 Απριλίου 2010

"Φως ταις τρίβοις μου"

Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Βρισκόμουν σε κάποιο Μοναστήρι (Σταυρονικήτα). Ήταν εσπέρα. Φεύγοντας βρίσκω έξω από την πόρτα του Μοναστηριού ένα λαϊκό, που ήθελε να μου μιλήσει. Προχωρώντας άρχισε να μου λέει τα προβλήματά του. Η ώρα περνούσε καί ήμουν άρρωστος. Ήταν τέτοια η αρρώστια, που ούτε μπορούσα να καθήσω να ξεκουραστώ ούτε να στέκομαι όρθιος...Από το βιβλίο: «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου» του Ιερομονάχου Ισαάκ
 Ενώ λοιπόν μου μιλούσε, πέρασε η ώρα καί νύχτωσε. Σκέφθηκα σε μια στιγμή την αρρώστια μου καί θέλησα να διακόψω την συζήτηση αλλά είπα: "Ο άνθρωπος έχει τόσα προβλήματα, εγώ τον εαυτό μου θα κοιτάζω;". Καί έτσι συνέχισε να μου μιλά, μέχρι που νύχτωσε τελείως. Ο λαϊκός είχε να κοιμηθεί κάπου, σε γνωστό του Κελί. Η πόρτα του Μοναστηρίου είχε κλείσει.
»Αφού τελειώσαμε, πήρα τον δρόμο για να πάω στο Καλύβι. Μπήκα στο μονοπάτι καί θα περνούσα από ένα σημείο πού είναι στενό καί απότομο. Όταν έφθασα στο σημείο αυτό, επειδή δεν έβλεπα, δεν είχα καί φακό μαζί μου, πέφτω μέσα στα κλαδιά καί στα βάτα καί πιάστηκα από τα κλαδιά. Δεν έβλεπα καθόλου καί μου ήρθε το σακίδιο στο κεφάλι μου. Στήν θέση που βρισκόμουν σκέφθηκα: "Τί να κάνω; Ας κάνω το Απόδειπνο". Αρχίζω "Άγιος ο Θεός..." κ.λπ. Σέ μια στιγμή ανάβει ένα φως δυνατό, το κεφάλι μου έγινε σαν λάμπα! Γύρω μου έγινε μέρα! Οπότε είδα που βρισκόμουν καί σκαρφάλωσα καί βγήκα. Το φως συνέχιζε να φωτίζει γύρω μου. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη από ουράνια αγαλλίαση. Έφθασα στο Καλύβι, πήρα το κλειδί από την θέση που το είχα, άνοιξα, μπήκα στην Εκκλησία, άναψα τα καντήλια καί τότε το φως υποχώρησε».

Δεν υπάρχουν σχόλια: