15 Σεπτεμβρίου 2010

Αντίο αγαπημένη μου Κωνσταντινούπολη…

1964 – Ένας ακόμα διωγμός του Ελληνισμού
του Λεωνίδα Κουμάκη
Η τελευταία πράξη του τουρκικού σχεδίου για τον πλήρη αφελληνισμό της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν το 1964, σε πλήρη εξέλιξη. Εκοντάδες Ελληνικά σπίτια βρισκόταν στην αναστάτωση της διάλυσης.
Είχαν μείνει μόλις 24 ώρες για την αναχώρησή μας για την Αθήνα. Ο καθ' ένας μας ζούσε στον κόσμο του. Εγώ ένοιωθα ένα απροσδιόριστο μούδιασμα και μια έλλειψη οποιασδήποτε ζωντάνιας. Ήθελα πριν φύγουμε να κάνω ένα τελευταίο προσκύνημα στους τόπους που γεννήθηκα και έζησα τα πιο χαρούμενα χρόνια της ζωής μου...

 Την παραμονή της αναχώρησής μας, πήγα πρώτα στην πρώτη γειτονιά που ζήσαμε τα Σεπτεμβριανά (διωγμός 1955). Στάθηκα μπροστά στο σπίτι που μέναμε κάποτε κοιτάζοντας τη μεγάλη σιδερένια του πόρτα. Θυμάμαι που λέγαμε τότε πως το υπόγειό του ήταν στοιχειωμένο. Πόσες ιστορίες δεν κυκλοφορούσαν για την Κυρία Βάσω, που καθόταν στον πρώτο όροφο και που έλεγε πως ένοιωθε στον ύπνο της μετά τα μεσάνυχτα, κάποιο χέρι να της τραβάει το πόδι. Λέγανε πως ήταν το πνεύμα του σπιτιού που έβγαινε απ' το πηγάδι που υπήρχε στο υπόγειο. Όλοι φοβόμασταν να κατεβούμε σ' εκείνο το υπόγειο κι εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι ποτέ ούτε να το πλησίασα.
Τρία τετράγωνα πίσω απ' το σπίτι ήταν το πρώτο μου σχολειό. Το Δημοτικό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Πέρασα την αυλόπορτα που την αποτελούσαν μεγάλες σιδερένιες βέργες. Μπήκα στον αυλόγυρο της Εκκλησίας. Τα περισσότερα τζάμια της Εκκλησίας ήταν σπασμένα και στη θέση τους υπήρχαν σκληρά χαρτόνια. Η αιτία ήταν ότι μόλις έμπαιναν καινούργια τζάμια στην Εκκλησία, οι Τούρκοι πετούσαν απ' το δρόμο πέτρες και τα έσπαζαν. Αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές και έτσι ο παπάς που έμενε και στην Εκκλησία είχε αποφασίσει να μην ξαναβάλει τζάμια και να καλύψει το κενό με σκληρά χαρτιά. Έκανα σιγά-σιγά το γύρο του αυλόγυρου μέχρι να φτάσω στο Δημοτικό σχολείο, που βρισκόταν πίσω απ' την Εκκλησία. Αυθόρμητα, ήρθαν στο μυαλό μου οι χαρούμενες στιγμές που έζησα εκεί μέσα. Σταμάτησα και κοίταξα για τελευταία φορά τον τόσο αγαπημένο και γνώριμο χώρο. Βγήκα στο δρόμο κι ανηφόρησα προς το Πέρα. Αριστερά το σπίτι της θείας Δέσποινας και του θείου Νίκου, του αδελφού του πατέρα μου. Πέρασα απ' το Ταρλά-Μπασί, το μέρος απ' το οποίο σε λίγες ώρες θα εγκαταλείπαμε την Κωνσταντινούπολη. Έφθασα στο Πέρα και πήρα το στενό δρομάκι που οδηγεί στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο και το Ελληνικό Προξενείο. Σταμάτησα μπροστά στο επιβλητικό κτίριο του Ζωγράφειου. Ένα δέος ανάμεικτο με λύπη κυρίευσε την ψυχή μου. Ήθελα να μπω μέσα να ζήσω την ατμόσφαιρά του για μια ακόμα φορά. Χτύπησα διστακτικά την πόρτα. Μπήκα μέσα και με φωνή που έτρεμε λίγο, είπα:
- Αύριο φεύγουμε για πάντα από την Κωνσταντινούπολη και θα ήθελα να αποχαιρετήσω το δάσκαλό μου.
Κοίταζα τις δύο επιβλητικές πλευρές με τις μαρμάρινες σκάλες που οδηγούσαν στις αίθουσες διδασκαλίας. Πρώτα χτύπησα την πόρτα του γραφείου του Διευθυντή του Σχολείου μας αλλά, παρά την επιμονή μου, δεν πήρα απάντηση. Μετά πήγα στο γραφείο του δασκάλου μου του κυρίου Αποστόλου.
- Φεύγουμε και μεις και ήλθα να σας αποχαιρετήσω, του είπα. Θα ήθελα να αποχαιρετήσω και τον Διευθυντή μας τον κ. Φραγκόπουλο αλλά δεν είναι εδώ!
Σηκώθηκε και περπατώντας σιγά-σιγά γιατί ήτανε κουτσός, με πλησίασε και με αγκάλιασε:
- Να πας στο καλό παιδί μου. Να είσαι το ίδιο μελετηρός και καλός μαθητής όπως ήσουνα εδώ και θα προοδεύσεις στη ζωή σου. Εύχομαι σε σένα και στην οικογένειά σου καλή τύχη.
Είχα δακρύσει. Βγαίνοντας το μάτι μου έπιασε την Τουρκάλα υποδιευθύντρια που την αποκαλούσαμε «φίδι». Έκανα πως δεν την είδα γιατί δεν είχα καμιά διάθεση να δω την ικανοποίησή της που επιτέλους οι άπιστοι ξηλωνότανε ένας-ένας. Ανέβηκα σιγά-σιγά στον πρώτο όροφο όπου βρισκότανε η τάξη μου. Έριξα μια τελευταία ματιά και έφυγα.
Περπάτησα προς το Ίζιχανγκίρ. Πέρασα μπροστά απ' το Ζάππειο που φοίτησε η αδελφή μου κι έφθασα μπροστά στο μαγαζί του πατέρα μου. Κοίταξα μελαγχολικά τον καινούργιο ιδιοκτήτη που ήταν μέσα. Πόσες και πόσες βραδιές δεν έκανα συντροφιά στον πατέρα μου, ενώ μαστόρευε κάτι, μέσα σ' αυτό το μαγαζί; Μπήκα στο κουρείο που ήταν απέναντι απ' το μαγαζί του πατέρα μου. Ο κουρέας, ένας Αρμένης που μας αγαπούσε όλους πάρα πολύ, με κοίταξε έκπληκτος.
- Φεύγουμε αύριο, του είπα, και ήρθα να σας αποχαιρετήσω.
Τα μάτια του δάκρυσαν. Χωρίς να βγάλει λέξη, πλησίασε με αγκάλιασε σφικτά και με κτύπησε στην πλάτη.
- Να δώσεις χαιρετισμούς στον πατέρα σου. Να 'χετε καλό ταξίδι και καλή τύχη. Ο Θεός είναι για όλους και είναι μεγάλος.
Γύρισα στο σπίτι αμίλητος. Η μητέρα μου ετοίμαζε τα τελευταία πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο από φίλους και γνωστούς που πηγαινοερχόταν να μας αποχαιρετήσουν. Και φυσικά ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας:
- Αύριο, επιτέλους θα φύγετε; θέλω να μου παραδώσετε όλα τα κλειδιά που έχετε. Εγώ είμαι ο καινούργιος νοικοκύρης του σπιτιού αυτού.
Την άλλη μέρα το πρωί, 14 Σεπτεμβρίου 1964, σηκωθήκαμε νωρίς. Μαζέψαμε τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας, κλείσαμε το σπίτι και παραδώσαμε τα κλειδιά του στον «καινούργιο» ιδιοκτήτη. Φεύγοντας έριξα μια τελευταία ματιά. Ο κύριος Κλεόπας ήτανε στη θέση του και κουνούσε το χέρι του. Μου φάνηκε πως έκλαιγε. Η καρδιά μου είχε ένα ανεξήγητο σφίξιμο. Φθάσαμε στο Ταρλά-Μπασί. Το πούλμαν που μας μετέφερε ήταν υπερπλήρες. Οι διωγμοί και οι απελάσεις είχαν πυκνώσει τα δρομολόγια για την Αθήνα αλλά και πάλι δεν έφθαναν. Τριπλάσιος κόσμος, απ' αυτούς που ταξίδευαν, ήταν γύρω-γύρω στο πούλμαν για ν' αποχαιρετήσουν γνωστούς και φίλους. Και σε μας είχαν έρθει πολλοί. Πάρα πολλοί. Δεν προλαβαίναμε ν' αποχαιρετάμε κόσμο. Όταν ξεκίνησε το πούλμαν ένα δάσος από χέρια και μαντίλια κουνούσανε πίσω μας. Ήμασταν όλοι συγκινημένοι. Γύρω μας η Πόλη γλιστρούσε κι έφευγε σαν το νερό μέσα απ' τη χούφτα μας. Τα σπίτια κι οι γνώριμοι δρόμοι χάνονταν απ' τα μάτια μας. Στο νου μου έρχονταν εικόνες απ' τις χαρούμενες στιγμές που είχαμε ζήσει. Έβλεπα τον τεράστιο κήπο της θείας Όλγας στο Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ) κι απ' το μυαλό μου περνούσαν οι εικόνες των παιδικών μου φίλων: Ο Μάκης, η Ρένα, το Σουκάκι, ο Βαγγέλης, η Ευταλία, η Πιτσού. Οι χαρούμενες σκηνές στον αυλόγηρο του Δημοτικού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Οι στιγμές που ψαρεύαμε στα παράλια του Βοσπόρου παρέα με τους γονείς της Ευταλίας, την Αννα και τον Κυριάκο και τα πειράγματα όταν γυρνούσαμε με άδεια χέρια. Η μαγική εικόνα των λουλουδιών στον τεράστιο κήπο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, όπου ήταν αρχιμάγειρας ο θείος μου ο Κώστας. Η όμορφη παραλία στα Φλώρια που με πήγαιναν καμιά φορά η Μαρίκα κι ο Σωτήρης, γείτονες που μ' αγαπούσαν σαν παιδί τους μια και δεν αξιώθηκαν να γευτούν τη χαρά ενός δικού τους παιδιού. Το τεράστιο διαμέρισμα των γονιών του Μάκη, στο Τζιχανγκίρ, όπου στήναμε μια μεγάλη ελικοειδή γραμμή και βάζαμε ένα τραίνο που κινείτο με ηλεκτρισμό. Ήταν το πιο αγαπημένο μας παιχνίδι. Ώρες ολόκληρες περνούσαμε κοντά του. Στο νου μου ερχόταν ακόμα οι όμορφες εκδρομές που κάναμε στα Πριγκηπονήσια. Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος. Καθ' ένα με τη δική του ομορφιά. Το σπίτι της Ντόρας και του άντρα της, του καπετάνιου που κάθε φορά που έφευγε ταξίδι μου έδινε την υπόσχεση ότι γυρνώντας θα μου φέρει ένα μικρό τίγρη. Με πόση λαχτάρα τον περίμενα να γυρίσει και να εκπληρώσει την υπόσχεση του! Όλα περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου. Αντίο αγαπημένα μου μέρη, αντίο αγαπημένοι μου φίλοι, αντίο αγαπημένη μου Κωνσταντινούπολη!
Μια έντονη μελαγχολία έριχνε τα πρώτα σπέρματα της νοσταλγίας πριν καλά-καλά φτάσουμε στον προορισμό μας. Τοπία και εικόνες εναλλασσόταν συνέχεια μπρος στα μάτια μας μέχρι που σε λίγες ώρες φτάσαμε στα Ελληνοτουρκικά σύνορα. Οι Τούρκοι ήταν πανέτοιμοι να μας «αποχαιρετίσουν» με το δικό τους τρόπο. Το πούλμαν σταμάτησε σ' ένα μεγάλο χώρο μπροστά σ' ένα μακρόστενο οίκημα που ήταν το Τελωνείο. Όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν και μας είπαν να μαζέψουμε τα πράγματα μας και να τα έχουμε μαζί μας. Σιγά-σιγά σχηματίστηκε μία ουρά μπροστά στην είσοδο του Τελωνείου. Όλοι κρατούσαν στα χέρια τους ό,τι έφερναν μαζί τους. Μετά από μία ώρα περίπου αναμονής ένας Τούρκος τελωνειακός μπήκε στο πούλμαν και έκανε έλεγχο μήπως είχε μείνει τίποτα μέσα. Αμέσως μετά το πούλμαν, μετακινήθηκε από την πίσω πλευρά του Τελωνείου. Και τότε άρχισε το τελευταίο πλιάτσικο που ήταν κι αυτό μεθοδευμένο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Όταν επί τέλους, τρεις και πλέον ώρες μετά την άφιξή μας στα Ελληνοτουρκικά σύνορα ήλθε η σειρά μας, μπήκαμε στο μακρόστενο οίκημα του Τελωνείου. Όλα τα πράγματα που είχαμε μαζί μας περάσανε από εξονυχιστικό έλεγχο. Και αρκετά από αυτά κρατηθήκανε στο Τουρκικό Τελωνείο γιατί, κατά την κρίση του Τελώνη, «απαγορευόταν» να τα πάρουμε μαζί μας στην Ελλάδα.
Η στεναχώρια μου ήταν απερίγραπτη όταν μέσα στα πράγματα μας ανεκάλυψαν ένα μικρό χειροποίητο χαλάκι, με κεντημένη μια άσπρη γάτα Αγκύρας, με τέτοια τέχνη, ώστε νόμιζες πως θα μιλούσε. Ήμουν, φαίνεται, τόσο εκφραστικός στην απογοήτευσή μου ώστε η μητέρα μου τόλμησε να μιλήσει, με τα σπαστά Τουρκικά της:
- Κύριε Τελώνη, αυτό το χαλάκι δεν έχει καμιά ιδιαίτερη αξία για να μας το κρατήσετε! του είπε. Για τα παιδιά όμως έχει μια πολύ μεγάλη συναισθηματική αξία γιατί μεγάλωσαν μ' αυτό το χαλάκι. Είναι δώρο της γιαγιάς τους που έχει πεθάνει!
Ο Τελώνης σήκωσε το βλέμμα του ενοχλημένος:
- Μην μιλάτε πολλά-πολλά γιατί θα μείνουν εδώ κι αυτά που σας επιτρέπουμε να πάρετε μαζί σας! έσκουξε.
Βουβαθήκαμε και αλληλοκοιταχτήκαμε μεταξύ μας χωρίς να ξαναμιλήσει κανείς. Ήμουνα έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Κρατήθηκα γιατί ήξερα πως δεν έπρεπε να το κάνω. Μετά τον έλεγχο αυτό ακολουθούσε ο σωματικός έλεγχος. Ένας-ένας περίμενε στην ουρά και περνούσε από σωματικό έλεγχο. Η Τουρκία είχε εκδώσει ένα ειδικό νόμο «για τις συγκεκριμένες ανάγκες», απαγορεύοντας σε όποιον έφευγε, να μεταφέρει μαζί του χαρτονομίσματα μεγαλύτερης αξίας από 100 Τουρκικές Λίρες. Το ποσό ήταν εξευτελιστικό, αλλά αν κάποιος, κατά τη διάρκεια του σωματικού ελέγχου, συλλαμβανόταν να έχει κρυμμένο επάνω του ποσό μεγαλύτερο από 100 Τουρκικές Λίρες, παραπεμπόταν αμέσως σε δικαστήριο. Μετά την βέβαιη καταδίκη του, εκτός βέβαια από την κατάσχεση των πάντων που είχε μαζί του, τραβούσε τα πάνδεινα κυρίως για να παραδειγματιστούν όσοι επρόκειτο να φύγουν και να εγκαταλείψουν ότι είχαν και δεν είχαν, χωρίς καμιά αντίδραση, στους Τούρκους.
Όταν ήλθε η σειρά μου να περάσω από σωματικό έλεγχο, μου ζήτησαν να βγάλω τα παπούτσια μου που είχαν χοντρούς πάτους. Πάρα λίγο να τα αχρηστέψουν από το ξήλωμα που τα έκαναν. Μετά ερεύνησαν τις τσέπες μου και μ' άφησαν να περιμένω να τελειώσουν κι οι άλλοι. Της μητέρας μου έσκισαν ένα πάνινο φυλακτό γιατί υποψιάστηκαν μήπως έκρυβε καμιά χρυσή λίρα.
Είχαν συμπληρωθεί πέντε ώρες όταν ολοκληρώθηκαν οι έλεγχοι και ξαναμπήκαμε στο πούλμαν. Σε λίγο, περάσαμε στην Ελλάδα και το πούλμαν σταμάτησε. Εκεί αντίκρισα ένα θέαμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ο κόσμος ξεχύθηκε από το πούλμαν και γονατίζοντας φιλούσε την Ελληνική γη! Δάκρυα που δεν καταλάβαινα αν προερχόταν από χαρά ή από λύπη ήταν στα μάτια όλων. Μείναμε λίγη ώρα στο Ελληνικό φυλάκιο και μετά το ταξίδι μας συνεχίστηκε χωρίς διακοπή. Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Καβάλα, Θεσσαλονίκη. Με μικρές στάσεις, χωρίς διανυκτέρευση, πλησιάζαμε στον τελικό μας προορισμό. Λάρισα, Λαμία, Θήβα και κατά το απόγευμα, στις 15 Σεπτεμβρίου 1964, φθάσαμε στην Πλατεία Βάθης, στην Αθήνα. Συνειδητοποίησα ότι πράγματι φτάσαμε από τον θόρυβο και τις φωνές των επιβατών που είχαν πεταχτεί όρθιοι. Παρακολουθούσα γύρω-γύρω με ανάμεικτα συναισθήματα. Σε λίγα λεπτά το πούλμαν είχε αδειάσει. Σηκώθηκα αργά-αργά και πλησίασα κι εγώ την έξοδο. Είδα τη μητέρα μου και την αδελφή μου βουτηγμένες στην αγκαλιά του πατέρα μου (είχε απελαθεί πρωτύτερα) που με έψαχνε με το βλέμμα του. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια του πούλμαν. Μόλις πάτησα στο πεζοδρόμιο δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου.
Σε λίγες ώρες μια καινούργια μέρα θα άρχιζε και μαζί της μια καινούργια ζωή.
(Από το βιβλίο: «ΤΟ ΘΑΥΜΑ – Μια πραγματική ιστορία» του Λεωνίδα Κουμάκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: