3 Φεβρουαρίου 2012

Ευωδιά από αποξηραμένα γιασεμιά

της Βιργινίας Κρητικού - Ζούρου
Κουτσό τον είπαν το Φλεβάρη, αλλά, κουτσός - στραβός, εκείνος είναι που καθορίζει ολόκληρο το χρόνο. Παίζει με τις μέρες. Μια μέρα παραπάνω, μια μέρα παρακάτω και ονοματίζεται το έτος αναλόγως. Φέτος η χρονιά είναι δίσεκτη. Να φταίει ο Φλεβάρης; Αστεία πράματα. Δυσοίωνα από μόνα τους. Όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, τότε όλα μεταφράζονται ανάδρομα…


Ο χειμώνας, βαρύς. Αυτό που πονά πιο πολύ όμως κι από το τσουχτερό το κρύο, είναι η μαύρη σκιά που πλανιέται πάνω από τη χώρα μας. Ακούγονται λόγια πολλά. Μεταφράζουν ξένες γλώσσες που απευθύνονται σε μας, χωρίς εμάς. Ανθρώπινες φιγούρες μπαίνουν επιτακτικά στη ζωή μας από ρωγμές, αλλά και από πόρτες διάπλατα ανοιχτές. Αρχικά λέξεων που δεν πολυκαταλαβαίνουμε καθορίζουν το μέλλον της πατρίδας μας. Καλούμαστε να μάθουμε υψηλούς οικονομικούς όρους και συστήματα πολιτικοοικονομικά για να κατανοήσουμε πως η Ελλάδα «ξοφλάει» μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια για τα ανεξόφλητά της.
Μέσα στην αγορά, η εικόνα αλλάζει. Το ένα μαγαζί μετά το άλλο κλείνει. Μικρές τρυπούλες σκοτεινές, κενά που μας συνδέουν με μια άλλη πραγματικότητα. Οι ανήμποροι να θρέψουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους πληθαίνουν. Καταγράφονται από την Εκκλησία, από φορείς και εθελοντές που θέλουν να βοηθήσουν. Όλοι μαζί πορευόμαστε στο άγνωστο, δυστυχώς, χωρίς πυξίδα. Αλλοιωμένοι δυσάρεστα, με το βλέμμα μας να φτάνει μέχρι το ράφι του καταναλωτικού προϊόντος. Τώρα που θα αδειάσουν τα ράφια, πού θα στρέψουμε άραγε το βλέμμα; Θα έχουμε τη γενναιότητα να έρθουμε «εις εαυτόν»;

Τον εικοστό αιώνα τον ονόμασαν αιώνα του άγχους. Δημιουργήθηκαν οι συνθήκες μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας με ανάγκες φτιαχτές. Το «εμείς» έγινε «εγώ». Το πρόσωπο, άτομο. Η άμιλλα, ανταγωνισμός. Οι φίλοι, εχθροί. Από το ξέφρενο τρέξιμο μιας κοινωνικής κούρσας που βασιζόταν στην ευμάρεια, φτάνουμε στον εικοστό πρώτο αιώνα της κατάθλιψης!
Κι εγώ, τις κρύες τούτες μέρες που βλέπω το φόβο να περιφέρεται στους δρόμους, ακούω τη χροιά της φωνής των αδελφών μου να σβήνει, αισθάνομαι του δήμιου το δρεπάνι πάνω από τη χώρα μου, παγώνω. Ανοιγοκλείνω τα βιβλία και τα κιτάπια μου. Ψάχνω να βρω μια άκρη. Πώς φτάσαμε, πού φτάσαμε, από παλιά, ως τα τώρα; Να ξεδιαλύνω τι να κρατήσω, και τι να πετάξω. Στο επερχόμενο, πώς να αντιδράσω, πώς ν’ αντισταθώ. Και αντί για διαμάντια και χρυσά, βρίσκω μες στα παλιά βιβλία μου αποξηραμένα ευωδιαστά γιασεμιά. Τσακισμένες σελίδες με νόημα. Ξερά φύλλα βασιλικών, χωμένα προσεκτικά στα φύλλα του βιβλίου, ποτισμένα με νερό αιώνιο. «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή…» διαβάζω, «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιόντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Ξαποσταίνω, ανακουφίζομαι, ως κοπιώσα και πεφορτισμένη. Παίρνω δύναμη και νόημα ζωής. Οι θησαυροί υπάρχουν μες στα σπίτια μας, αρκεί να ανάψει πάλι το καντήλι στο εικονοστάσι…

Δεν υπάρχουν σχόλια: